ιούβα

ιούβα
ἰοῡβα, ἡ (Μ)
η χαίτη τών ζώων, η λοφιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στην ελλ. ξεν. όρου, πρβλ. λατ. juba «χαίτη»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • εύφορβος — I Μυθολογικό πρόσωπο. Γιος του Πανθόου και της Φροντίδας. Πολέμησε γενναία στο πλευρό των Τρώων, τραυμάτισε τον Πάτροκλο αλλά τελικά σκοτώθηκε από τον Μενέλαο. Σύμφωνα με τις μαρτυρίες του Παυσανία, ο Μενέλαος αφιέρωσε στον ναό της Ήρας στο Άργος …   Dictionary of Greek

  • Ζάμα — Αρχαία πόλη της Τυνησίας, ΝΔ της Καρχηδόνας, γνωστή από τη νίκη του Σκιπίωνα του Αφρικανού κατά του Αννίβα, το 202 π.Χ. Έδρα του βασιλιά Ιούβα, αποτέλεσε αργότερα ρωμαϊκή αποικία (Zama Regia). Η ταύτισή της με την πόλη Γκάμα παραμένει αβέβαιη,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”